Άρθρο γνώμης: Οι Εκπαιδευμένοι ανειδίκευτοι ως αποτέλεσμα του στρεβλού παραγωγικού μοντέλου

Νόμο του κράτους αποτελεί πλέον η τροπολογία που κατατέθηκε μεταξύ άλλων στο Ελληνικό Κοινοβούλιο από τον υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου και Εργασίας, με στόχευση την παροχή αδειών παραμονής σε μετανάστες με την αιτιολογία της ανάγκης για "εργάτες γης". Όπως γίνεται αντιληπτό πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο δημιούργησε αντιδράσεις τόσο από κόμματα της αντιπολίτευσης οδό και από βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, ανάμεσα στους οποίους και ο πρώην πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς Μέσω αυτής με βάση τους ισχυρισμούς της η Ελληνική Κυβέρνηση, στοχεύει στην έλευση εργατικού δυναμικού για αγροτικές εργασίες, καθώς και στην καταγραφή και παροχή νομιμοποιητικών εγγράφων σε μέχρι πρότινος παράνομα εισερχόμενους μετανάστες στην χώρα. Στον αντίποδα ο λόγος των αντιδράσεων, ο φόβος για μια επικείμενη αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης της χώρας από αλλοεθνείς πληθυσμούς, με δεδομένο την ευρύτερα παραδεκτή κατάσταση δημογραφικής κατάρρευσης της χώρας.

Πράγματι η έλλειψη εργατικού δυναμικού για χειρονακτικές και γεωργικές εργασίες είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα στην σύγχρονη Ελλάδα. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που συνδέεται άμεσα με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Συνοψίζοντας η Ελλάδα από την μεταπολίτευση, ίσως και από την μετεμφυλιακή περίοδο και έπειτα άρχισε σταδιακά να αστικοποποιείται, με την ολοένα και αυξανόμενη συγκέντρωση απελπισμένων επαρχιωτών στα πλησιέστερα αστικά κέντρα, προς αναζήτηση εργασίας. Εκεί είχε προηγηθεί κατά τα προπολεμικά χρόνια η άφιξη Ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών εξαιτίας της Μικρασιατικής καταστροφής, οι οποίοι από κοινού με τους γηγενείς συνέβαλλαν οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Αυτή η ανάπτυξη ήταν που κινητροποίησε και τους επαρχιώτες να στραφούν προς αυτά, εγκαταλείποντας την σκληρή γεμάτη κακουχίες ζωή στην επαρχία. Έτσι οι μέχρι πρότινος αυτό απασχολούμενοι μικρότεροι ή μεγαλύτεροι αγρότες και κτηνοτρόφοι, μετατράπηκαν σε βιομηχανικούς και βιοτεχνικούς εργάτες, σε ακμάζουσες τότε επιχειρήσεις. Όσοι "έπαιρναν τα γράμμα" άρχισαν να φοιτούν στα Πανεπιστήμια, γινόμενοι πολλοί εξ αυτών εκπαιδευτικοί, γιατροί νομικοί κλπ.. Γενικότερα διαμορφώθηκε αναπτυσσόμενη μια κοινωνία που παρά τις δυσκολίες ως προς τον βιοπορισμό της, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα απογραφικά δεδομένα της περιόδου καθώς σταδιακά είχε αρχίσει να εκκινεί μια δημογραφική άνοδος της χώρας. Αυτό το φαινόμενο της αστικοποίησης συνεχίστηκε μέχρι την δεκαετία των 80s και λιγότερο των 90s όπου η επαρχία είχε αποψιλωθεί πλέον πληθυσμιακά, έχοντας μετατραπεί σε τόπο ηλικιωμένων και απομάχων της ζωής κατάσταση που επικρατεί σε μεγαλύτερο ποσοστό μέχρι και σήμερα.

Μοιραία στα πολυπληθή αστικά κέντρα, μεταξύ της μεταπολίτευσης, της "στροφής" της χώρας προς την δύση, της μετέπειτα "οικονομικής ευμάρειας" και των απαρχών του παγκοσμιοποιημένου δυτικού τρόπου ζωής άρχισαν να γεννώνται "νέα ήθη". Η καλοπέραση κατά το "φάγωμεν πίωμεν αύριο γαρ αποθνίσκωμεν" κυριάρχησε στον τρόπο ζωής. Η είσοδος στο πανεπιστήμιο και η κατοχή ενός "χαρτιού" ως "χρυσό βραχιόλι" προκειμένου να "ανοίξουν πόρτες", για μια πολυπόθητη θέση στο δημόσιο με "σίγουρο" μισθό αποτελούσε το όνειρο και την προτροπή των νεοαστών γονέων προς τα παιδιά τους, απαξιώνοντας παράλληλα τις χειρονακτικές εργασίας για να μην "ζοριστούν" όπως εκείνοι.

Η επίπλαστη αυτή "φούσκα" ευμάρειας συνεχίστηκε μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, έχοντας μεσολαβήσει η δημιουργία της "κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς" και η νομισματική "μεταπολίτευση", ενώ η χώρα δέχτηκε και ροές παλαιονοστούντων Ελλήνων και μεταναστών από τα Βαλκάνια και τις πρώην Σοβιετικές χώρες. Τότε έκαναν την εμφάνιση τα αποτελέσματα αυτής της μακροχρόνιας παραγωγικής στρεβλότητας της χώρας. Είχαν προκύψει τόσοι πολλοί πτυχιούχοι που το άλλου υπεράριθμο κι αλλού έλειπες δημόσιο εξαιτίας του "πελατειακού κράτους" δεν τους χωρούσε. Το αποτέλεσμα ήταν η κατακόρυφη άνοδος της ανεργίας. Πλέον οι νέοι αυτοί άνεργοι δεν είναι οι ανειδίκευτοι άνεργοι του παρελθόντος. Πρόκειται για καλά εκπαιδευμένους και καταρτισμένους νέους (όχι απαραίτητα και μορφωμένους λόγω της κρατικής απαξίωσης της παιδείας). Ωστόσο η εκπαίδευση και κατάρτιση τους δεν συνεπάγεται και την επαγγελματική τους αποκατάσταση.

Συνεπώς καταρτισμένοι μεν, ανειδίκευτοι δε αναζητούν εργασία ανάλογη των προσόντων τους. Ωστόσο δεν δύνανται να μετοικήσουν έστω και προσωρινά στην επαρχία για να εργαστούν σε αγροτικές εργασίες λόγω άγνοιας του αντικειμένου αλλά και λόγω των ανεπαρκών υποδομών για την διαβίωση τους σε αυτή με σύγχρονους όρους, ενώ πολλοί από αυτούς δεν είναι πρόθυμοι να απασχοληθούν σε χειρωνακτικά επαγγέλματα λόγω των χαμηλών αμοιβών που υπάρχουν σε αυτά. Έτσι μεταξύ ανεργίας και αν(εν)εργίας καταλήγουν να απασχολούνται σε "προσωρινού" χαρακτήρα αστικά επαγγέλματα, όπως διανομείς εντύπων, delivery, baristas κ.α., με την ελπίδα κάποια στιγμή να εκπληρωθεί το όνειρο τους και να απασχοληθούν σε αυτό που τους αρέσει να κάνουν, ενώ δεν είναι λίγοι και εκείνοι που λόγω ανεπαρκούς σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού δεν έχουν βρει ακόμα την κλίση τους και απλά βιοπορίζονται σε "προσωρινές" και περιστασιακές εργασίες.

Παρόλα αυτά η κάλυψη του κενού που έχει προκύψει στην έλλειψη εργατικού δυναμικού σε χειρωνακτικές και αγροτικές εργασίες, δεν μπορεί να γίνει με την εισαγωγή αλλοεθνών από αφροασιατικές χώρες ή την "νομιμοποίηση" των ήδη παράνομα εισελθόντων. Όχι για λόγους "ξενοφοβίας" ή "ρατσισμού", αφού εκ των πραγμάτων οι συγκεκριμένοι νέο-μετανάστες χρησιμοποιούνται από την επεκτατική Τουρκία ως έμμεσος τρόπος εισβολής, ορθότερα εποικισμού της Ελληνικής επικράτειας (βλ. γεγονότα στον Έβρο το 2019), επομένως τυχόν άρνηση αυτής της πραγματικότητας αποτελεί στρουθοκαμηλισμό. Αν ακολουθηθεί αυτή η πολιτική, των φθηνών εργατικών χεριών, το μόνο που θα επιτευχθεί θα είναι να συνεχίζεται επ αόριστον η απαξίωση των εργασιών αυτών, αφού οι εξαθλιωμενοι αυτοί άνθρωποι θα εργάζονται απλά για "ένα κομμάτι ψωμί", χωρίς να ανεβαίνει το βιοτικό τους επίπεδο, ενώ η επεκτατική γειτονική χώρα θα επιτυγχάνει τους στόχους της. 

Αντιθέτως η λύση του εν λόγω ζητήματος βρίσκεται στην ισομερή ανάπτυξη ολόκληρης της Ελληνικής επικράτειας, με την δημιουργία υποδομών προκειμένου οι πολίτες να απολαμβάνουν των ίδιων αξιοπρεπών, ποιοτικών και σύγχρονων συνθηκών διαβίωσης σε οποιοδήποτε μέρος της χώρας και αν βρίσκονται. Η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να σταθεί αρωγός προς αυτή την κατεύθυνση, με την τηλεργασία να αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εργαλείο "αποαθηνοποίησησης".

*Βλέπε live εκπομπή στο κανάλι του YouTube Πρακτική Σκέψη

Παράλληλα όμως απαιτείται και αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος με αναβάθμιση των τεχνικών επαγγελμάτων και εμπέδωση στην συνείδηση της κοινωνίας ότι δεν οι χειρωνακτικές εργασίες δεν είναι κατώτερες από την παροχή υπηρεσιών. Οι μαθητές θα πρέπει να κατευθύνονται να ασχοληθούν με αντικείμενα στα οποία έχουν κλίση. Να πάψει η στρεβλή νοοτροπία συλλογής "χαρτιών", το πανεπιστήμιο να στραφεί στην έρευνα και την παροχή περαιτέρω γνώσεων και όχι στην παραγωγή εκπαιδευμένων-ανειδίκευτων.

Σχόλια